- ἀλλοτριοῦμαι
- ἀλλοτριόωestrange frompres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσαλλοτριούμαι — όομαι, Α αλλοτριώνομαι από κάτι, αποξενώνομαι από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀλλοτριοῦμαι «γίνομαι δυσμενής, αποξενώνομαι»] … Dictionary of Greek